- Δαμόκριτος
- Δαμόκριτοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαμόκριτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Καλυδώνιος Αιτωλός στρατηγός (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ανήκε στο κόμμα που εξέφραζε την αντίθεσή του προς τους Ρωμαίους. Είχε εκλεγεί δύο φορές στρατηγός των Αιτωλών (200 και 193), ενώ το 198 ήταν απεσταλμένος… … Dictionary of Greek
Δαμοκρίτου — Δαμόκριτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμοκρίτῳ — Δαμόκριτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμόκριτον — Δαμόκριτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ritualmordlegende — Darstellung des angeblichen Ritualmords an Simon von Trient im Jahr 1475, aus der Weltchronik Hartmann Schedels von 1493 Eine Ritualmordlegende (auch: Blutanklage, Blutbeschuldigung, Blutgerücht, englisch blood libel) sagt gesellschaftlich… … Deutsch Wikipedia
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
ASS WORSHIP — Numerous Greek and Latin writers allude to a widespread belief that Jews, and subsequently Christians, observed some form of ass worship. The earliest mention of this cult is by Mnaseas of Patras (third–second centuries B.C.E.) who, according to… … Encyclopedia of Judaism